κλεφτάτα

κλεφτάτα
см. κλεφτά 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλεφτάτα" в других словарях:

  • κλεφτάτα — και κλεφτά επίρρ. τροπ., βιαστικά και πρόχειρα: Έφαγε κλεφτάτα κι έφυγε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλεφτάτος — η, ο αυτός που γίνεται στα κλεφτά, κρυφός. επίρρ... κλεφτάτα με τον τρόπο τού κλέφτη, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης ή < κλεφτός + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, μουσ άτος)] …   Dictionary of Greek

  • κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»